- ἀπλεόναστος
- ἀπλεόναστοςwithout an extra lettermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απλεόναστος — ἀπλεόναστος, ον (Α) ο χωρίς πλεονασμό, χωρίς πρόσθετο, πλεοναστικό γράμμα (π.χ. σταφίς σε σχέση με το ασταφίς) … Dictionary of Greek
ἀπλεονάστως — ἀπλεόναστος without an extra letter adverbial ἀπλεόναστος without an extra letter masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλεόναστον — ἀπλεόναστος without an extra letter masc/fem acc sg ἀπλεόναστος without an extra letter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)